- υπενάντιος
- -α, -ο / ὑπεναντίος, -α, -ον, ΝΑνεοελλ.φρ. «υπενάντιες κρίσεις»(λογ.) αντίθετες κρίσεις από τις οποίες η μία είναι μερική καταφατική και η άλλη μερική αποφατική, όπως είναι λ.χ. οι κρίσεις: μερικοί πολιτικοί είναι αξιόπιστοι και μερικοί πολιτικοί δεν είναι αξιόπιστοιαρχ.1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικείμενος («ἵπποι ὑπεναντίοι ἀλλήλοισι», Ησίοδ.)2. εναντίος, αντίθετος3. αυτός που έχει αντίθετες ιδιότητες4. ανταγωνιστής, πολιτικός αντίπαλος5. πολέμιος, εχθρός6. φρ. «τὸ ὐπεναντίον πέφυκε» — το αντίθετο συνήθως συμβαίνει (Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.